- νομιμοποίητος
- -η, -ο(για εξώγαμο τέκνο) αυτός που αναγνωρίστηκε από τους γεννήτορές του ως γνήσιος εκ τών υστέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.